Μία συνάρτηση
f ορίζεται για παράδειγμα από :
f(x):=x^
2-1 ή από
f:=x->x^
2-1
δηλαδή, για όλα τα x, f(x) ισούται με την παράσταση x2−1. Σε αυτή την περίπτωση, για να πάρετε την τιμή του
f για x=2, εισάγετε :
f(2).
Αλλά εάν η είσοδος είναι
g:=x^
2-1, τότε το
g είναι μία μεταβλητή όπου αποθηκεύεται
η παράσταση x2−1. Σε αυτή την περίπτωση, για να πάρετε την τιμή του g για x=2, εισάγετε :
subst(g,x=2) (g είναι μια παράσταση ως προς x).
Όταν μία εντολή αναμένει μία συνάρτηση ως όρισμα, αυτό το όρισμα θα είναι είτε ο ορισμός της συνάρτησης
(π.χ.
x->x^
2-1) είτε το όνομα μιας μεταβλητής που έχει ανατεθεί σε μια συνάρτηση (π.χ.
f που ορίσθηκε προηγουμένως από π.χ.
f(x):=x^
2-1).
Όταν μία εντολή αναμένει μία παράσταση ως όρισμα, αυτό το όρισμα θα είναι είτε ο ορισμός της παράστασης (για παράδειγμα
x^
2-1), είτε το όνομα μιας μεταβλητής που έχει ανατεθεί σε μια παράσταση (π.χ.
g που ορίσθηκε προηγουμένως , για παράδειγμα , από
g:=x^
2-1), ή η αποτίμηση μιας συνάρτησης. π.χ.
f(x) εάν το
f είναι μια συνάρτηση που έχει οριστεί προηγουμένως, για παράδειγμα, από
f(x):=x^
2-1.